Το 2020, για πρώτη φορά μετά από 32 χρόνια, το Άγιο Φως της Ανάστασης δεν διαμοιράστηκε στους ναούς της χώρας. Οι ιερείς τέλεσαν την Αναστάσιμη ακολουθία «κεκλεισμένων των θυρών» και άναψαν το Άγιο Φως από το καντήλι της εκκλησίας.
Ωστόσο, στα Ιεροσόλυμα η τελετή της αφής πραγματοποιήθηκε κανονικά. Πρόκειται άλλωστε για μία από τις παλαιότερες και πιο πολυσυζητημένες ιεροτελεστίες του Χριστιανισμού. Πρόσφατα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος όταν κλήθηκε να απαντήσει στο θέμα της μεταφοράς του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα δήλωσε ότι “Δεν υπάρχει Άγιο φως πρώτης κατηγορίας και δεύτερης κατηγορίας”. Και συμπλήρωσε: “Παλαιότερα πριν γίνουν αυτά που γίνονται σήμερα για την υποδοχή του Αγίου Φωτός, έπαιρναν το φως από το καντήλι της Αγίας Τραπέζης. Αυτά είναι ήθη που επικράτησαν τελευταία”.
Το Άγιο Φως με ειδική πτήση στην Ελλάδα
Η απάντηση αυτή του Αρχιεπισκόπου θύμισε ότι μέχρι το 1988 η μεταφορά του Αγίου Φωτός την Ελλάδα γινόταν με πλοίο και έφτανε στη Μητρόπολη της Αθήνας μία εβδομάδα μετά. Το 1988, με πρωτοβουλία ενός ιδιοκτήτη ταξιδιωτικού πρακτορείου που εξειδικευόταν στο θρησκευτικό τουρισμό, το Άγιο Φως μεταφέρθηκε για πρώτη φορά αυθημερόν στην Αθήνα με αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Μάλιστα, στα Ιεροσόλυμα μετέβη αυτοπροσώπως ο Αρχιεπίσκοπος Ειρηναίος, προκειμένου να το παραλάβει, με τη συνοδεία του ταξιδιωτικού πράκτορα Ιάκωβου Οικονομίδη. Πράγματι, οι Έλληνες εκπρόσωποι παρέστησαν στην τελετή αφής, παρέλαβαν το Άγιο Φως και περί τις 7:30 το απόγευμα της Παρασκευής επέστρεψαν στην Ελλάδα. Από το αεροδρόμιο του Ελληνικού μεταφέρθηκε στην Εξαρχία του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πιστοί και κληρικοί για να το μεταφέρουν στις ενορίες τους.
Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως η Εκκλησία υποστήριξε την κίνηση κι έτσι τα επόμενα χρόνια καθιερώθηκε. Ωστόσο, για μιάμιση δεκαετία, η αεροπορική μεταφορά του Αγίου Φωτός εξακολουθούσε να γίνεται με την ευθύνη κάποιου ταξιδιωτικού γραφείου. Επισήμως το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών την ανέλαβε το 2002.
Η διαδικασία που τηρείται είναι συγκεκριμένη. Ο έξαρχος του Παναγίου Τάφου της Αθήνας παραλαμβάνει το «ανέσπερον φως» από τα Ιεροσόλυμα και με ειδική πτήση το μεταφέρει στην Αθήνα. Η υποδοχή του στην ελληνική πρωτεύουσα γίνεται με τιμές αρχηγού κράτους, παρουσία επισήμων, πολιτικών ηγετών και εκπροσώπων της Εκκλησίας. Έπειτα γίνεται η μεταφορά του στη Μητρόπολη Αθηνών και από εκεί σε πολλές άλλες Μητροπόλεις που αναλαμβάνουν να το στείλουν στους ναούς.
Η λειτουργία της Αναστάσεως και η Ιερή Λιτανεία
Κάθε χρόνο, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα τελείται η λειτουργία της Αναστάσεως, την οποία παρακολουθούν χριστιανοί από κάθε μεριά της γης, αλλά και αλλόθρησκοι που θέλουν να ζήσουν την εμπειρία.
Περί τις 12 το μεσημέρι, πραγματοποιείται η Ιερή Λιτανεία, ενώ εκπρόσωποι όλων των Εκκλησιών έχουν την ευκαιρία να ασπαστούν το χέρι του ελληνορθόδοξου Πατριάρχη. Έπειτα, ο Πανάγιος Τάφος αποσφραγίζεται. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο. Παίρνει στα χέρια του τους σβηστούς πυρσούς, μπαίνει στο Ιερό Κουβούκλιο, που είναι συσκοτισμένο και παραμένει στον ιερό χώρο 15 λεπτά προσευχόμενος. Στην παλαιά έκδοση της ιστοσελίδας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων αναφερόταν ότι «μετὰ τὸ πέρας τῆς εὐχῆς τοποθετεῖ τὸ βαμβάκιον εἰς τὸν Πανάγιον Τάφον καὶ μὲ θαυμαστὸν τρόπον ἀνάβει. Μὲ αὐτὸ ἀνάβει τὰ κεριὰ καὶ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ Ἱερὸν Κουβούκλιον».
Στην νέα έκδοση αναφέρει: “Εἰσελθὼν εἰς τὰ ἐνδότερα τοῦ Παναγίου Τάφου μόνος ὁ Μακαριώτατος, ἀναγιγνώσκει τὴν καθιερωμένην εὐχὴν τοῦ Ἁγίου Φωτός, ὃ καὶ μεταδίδει εἰς τὰς χιλιάδας τῶν ἐν ἀδημονίᾳ ἀναμενόντων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ λαμβάνουσιν αὐτὸ εἰς τὰς λαμπάδας αὐτῶν καὶ φέρουσιν τοῦτο εἰς χείρας, μέτωπα, ὄμματα μετὰ πίστεως, βεβαιότητος, ἐλπίδος, χαρᾶς, ἀγαλλιάσεως, φωνῶν ἀλαλαγμοῦ καὶ χαρμοσύνου κρούσεως κωδώνων”.
Βγαίνοντας από τον Τάφο, οι πυρσοί είναι πλέον αναμμένοι και οι πιστοί τον υποδέχονται πανηγυρικά με τις λαμπάδες τους, αναμένοντας να είναι από τους πρώτους που θα λάβουν το Άγιο Φως.
Οι μαρτυρίες
Μεμονωμένες αναφορές και μαρτυρίες που κάνουν λόγο για τη φλόγα του Αγίου Φωτός που ανάβει μόνη της κάθε Πάσχα και εμφανίζεται στους περιηγητές, καταγράφονται ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ. Άλλωστε, οι Άγιοι Τόποι είναι ένα από τα κατ’ εξοχήν κέντρα των χριστιανών περιηγητών. Εκεί βρίσκεται ο περίφημος Ναός της Αναστάσεως ή όπως είναι ευρέως γνωστός, Πανάγιος Τάφος, καθώς η Αγία Ελένη τον έχτισε στη θέση του Γολγοθά, όπου πιστεύεται ότι σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς Χριστός.
Μία από τις χαρακτηριστικότερες μαρτυρίες φέρει την υπογραφή του Γάλλου ιερέα Φουσέ της Σαρτρ, που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους χρονικογράφους της Α’ Σταυροφορίας. Στα γραπτά του αναφέρει:
«Το πολυαναμενόμενο φως εμφανίστηκε σε μία από τις κανδήλες του Αγίου Τάφου, και εκείνοι που βρίσκονταν πιο κοντά μπορούσαν να δουν το κοκκινωπό χρώμα του. Ο πατριάρχης αμέσως επιτάχυνε το βήμα του και ανοίγοντας την πόρτα του Τάφου με το κλειδί που κρατούσε στο χέρι του άναψε μια λαμπάδα και βγήκε έξω για να δείξει σε όλους το Άγιο Φως. Είχαν χαρά στις καρδιές τους και δάκρυα στα μάτια».
Μία γλαφυρή περιγραφή παραθέτει και ένας Γερμανός Δομινικανός μοναχός ονόματι Φέλιξ Φάμπρι στα τέλη του 15ου αιώνα:
“Καθώς οι κληρικοί και ο λαός προσεύχονταν, ιδού! ξαφνικά μια αστραπή ήρθε από τον ουρανό και άναψε τα Πασχαλινά κεριά και όλες τις κανδήλες. Όπου κι αν ήταν οι άνθρωποι, τόσο στον ναό όσο και στα σπίτια τους, παρέμεναν ακίνητοι προσευχόμενοι για το Άγιο Φως το οποίο θεωρούσαν ως το πιο βέβαιο σημάδι της εύνοιας του Θεού προς εκείνους. Όταν κατερχόταν από τον ουρανό, όλοι τους άναβαν τα λυχνάρια τους και μετέφεραν τη φλόγα σε άλλες εκκλησίες παντού, καθώς και στα σπίτια των ανθρώπων, οι οποίοι συνήθιζαν να το κρατούν αναμμένο σε όλη τη διάρκεια του έτους”.
Επίσημα, το 1118 μ.Χ. ο Άραβας Σαλάχ Ελ Ντιν παραχώρησε στους ορθόδοξους μοναχούς τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ο Ελ Ντιν όριζε ότι «ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)». Έτσι πέρασε στους Έλληνες η δικαιοδοσία του Αγίου Φωτός και σταδιακά άρχισε να καθιερώνεται η τελετή της αφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θαύμα τελείται αποκλειστικά παρουσία του Ελληνορθόδοξου Πατριάρχη και μόνο τις ημέρες που πέφτει το ορθόδοξο Πάσχα.
Η κριτική
Παρά τη μακρά παράδοση, οι φωνές εκείνων που αμφισβητούν το θαύμα της αφής ήταν ανέκαθεν πολλές και με τα χρόνια πληθαίνουν. Ήδη από τον 19ο αιώνα, ο Αδαμάντιος Κοραής, εξέφραζε ανοιχτά την πεποίθηση ότι το περιβόητο «θαύμα» δεν ήταν παρά μία μηχανορραφία του Πατριαρχείου που αποσκοπούσε σε οικονομικά οφέλη. Άλλοι σκεπτικιστές και ιστορικοί της εποχής υποστήριζαν ότι επρόκειτο για θρύλο, ο οποίος καλλιεργήθηκε στους Άγιους Τόπους μετά την εισβολή των Σταυροφόρων. Στο πλαίσιο της διαμάχης Ορθοδόξων, Λατίνων και Αρμενίων, όπου όλοι διεκδικούσαν το αποκλειστικό προνόμιο του «λαμβάνειν εξ ουρανού το ανέσπερο φως», οι Έλληνες προέβαλαν το θαύμα και είχαν την πρωτοκαθεδρία στην διαχείριση.
Ακόμη και σήμερα, μεμονωμένοι ιερείς και κληρικοί έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι το φως ανάβει με φυσικό τρόπο και ευλογείται από την Εκκλησία. Εκεί έγκειται το θαύμα, στην ευλογία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχιεπίσκοπος Γεράσων Θεοφάνης «το Φως είναι άγιο γιατί το ευλογεί η Εκκλησία. Είναι φυσικό, δεν κατέρχεται από τον ουρανό. Αυτό είναι ειδωλολατρεία, καταναγκασμός».
Αντίστοιχα, ο Μέγας Πρωτοπρεσβυτέρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διδάκτωρ Θεολογίας Γεώργιος Τσέτσης στο άρθρο «Θρύλος και πραγματικότητα για το Άγιον Φως» (Το Βήμα, 21/4/2006), γράφει: «Ο πατριάρχης ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Όπως ακριβώς πράττει ο κάθε πατριάρχης και ο κάθε κληρικός την μέρα της Λαμπρής, όταν παίρνει φως Χριστού από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται υπεράνω της συμβολίζουσας τον τάφο του Κυρίου Αγίας Τράπεζας. Το μυστήριο όμως που καλλιεργήθηκε γύρω από το τελετουργικό της αφής του Αγίου Φωτός και οι λαϊκές περί αυτού αντιλήψεις στις μέρες μας συνετέλεσαν στην οικειοποίηση και εκμετάλλευση από εξωεκκλησιαστικούς κύκλους της άκρως συμβολικής και κατανυκτικής αυτής λειτουργικής πράξεως της εκκλησίας μας».
Είναι γεγονός ότι πολλά σκέλη του τελετουργικού δεν εφαρμόζονται πια, με αποτέλεσμα ο αντίλογος να κερδίζει έδαφος. Πιο ακραίες απόψεις κάνουν λόγο για τέχνασμα, ακόμα και για απάτη. Κάποιοι σκεπτικιστές υποστηρίζουν ότι τα κεριά στο Κουβούκλιο εμβαπτίζονται προηγουμένως σε φώσφορο, ο οποίος έχει την ιδιότητα της αυτοανάφλεξης.
Εκτός των θρησκευτικών κύκλων, οι φωνές γίνονται ακόμα πιο επικριτικές. Η συζήτηση περί θαύματος περνά σε δεύτερη μοίρα και στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τίθεται το τελετουργικό σκέλος. Πολλοί κατακρίνουν τα έξοδα που επωμίζεται το ελληνικό κράτος για τη μεταφορά του Αγίου Φωτός, καθώς και τις τιμές που του αποδίδονται κατά την άφιξή του. Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα έχει αναχθεί περισσότερο σε πολιτικό απ’ ό,τι σε θρησκευτικό.
Το 2020 στο προσκήνιο ήρθε ένας ακόμη παράγοντας, πολύ διαφορετικός. Μία υγειονομική κρίση πρόκειται να θέσει σε παύση την παράδοση. Λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, το Άγιο Φως θα μεταφερθεί από τα Ιεροσόλυμα στην Εξαρχία του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου και θα παραμείνει εκεί. Για πρώτη φορά, μετά το 1988 δεν θα διαμοιραστεί σε καμία ενορία, ούτε και στους πιστούς.
Όπως δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος «Δεν υπάρχει λοιπόν Άγιο Φως πρώτης και δεύτερης κατηγορίας».
Πηγή:mixanitouxronou