ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Ήταν 28 Μαΐου του 1936 ημέρα Δευτέρα όταν στην θέση «Πλαταιάκι» στην περιοχή Βαπόρια μετά από μια ανασκαφή έρχεται στην επιφάνεια μια μικρή εικόνα ενός στρατιωτικού μιας άλλης εποχής που φαινόταν να μοιάζει με Άγιο. Η εύρεση της δεν θα είχε καμία άξια αν δεν είχαν προηγηθεί κάποια παράξενα γεγονότα που ήδη κυκλοφορούσαν σαν ψίθυροι στο νησί.
Λεγανε ότι κάποιος είχε δει ένα όραμα ενός άγιου που του έλεγε πού να πάει να σκάψει. Και όχι μόνο αυτό. Ο Άγιος του μίλησε πολλές φορές του έδωσε πολλές λεπτομέρειες. Του είπε ακόμα και με ποιους άλλους να μιλήσει και να συναντήσει. Κάπως έτσι ήταν τα γεγονότα.
Ας δούμε την ιστορία μέρα με την μέρα με λεπτομέρειες αφού υπάρχει καταγεγραμμένη από μαρτυρίες ανθρώπων που την έζησαν λεπτό προς λεπτό.Ναι! Η εικόνα του Άγιου Δημήτριου είχε βρεθεί. Το γεγονός αυτό ξεπερνά μια απλή εύρεση και μοιάζει να έχει υπερβατικές διαστάσεις. Και όχι μόνο αυτό.
Η εύρεση της εικόνας του ηρωικού αξιωματικού και Άγιου έρχεται μια στιγμή που οι Έλληνες ψάχνουν να βρουν μια ελπίδα σε χρόνια που έρχονται και είναι σίγουρο ότι θα φέρουν πολέμους και βάσανα.Πρώτα από όλα κανείς ως τις πρώτες στιγμές δεν ήξερε ότι επρόκειτο περί της εικόνας του Άγιου Δημήτριου. Μεγάλος πρωταγωνιστής ένας απλός Συριανός.
Ο Μανούσος Πελέκης.

Ήταν εκείνη την εποχή 30 χρονών και είχε καταγωγή από την Ανάφη. Είχε έρθει στην Ερμούπολη το ’31. Δεν ήταν ιδιαίτερα θρησκόληπτος ο Μανούσος. Απλά συνηθισμένα πράγματα όπως όλος ο συνηθισμένος κόσμος δηλαδή. Είχε μια ήρεμη ζωή στο νησί. Την δουλίτσα του, το καφενεδάκι του και την πέργουλα του με το ταβλάκι και τα ουζάκια του στον καφενέ. Μία ηρεμία όμως που άρχισε να ταράζεται από το βράδυ της 26ης Φεβρουαρίου όταν εκεί που κοιμόταν στο σπίτι του που βρισκόταν κοντά στην τότε σχολή Απόρων Παίδων, μέσα στο όνειρο του άκουσε ένα ισχυρό ποδοβολητό άλογου.Μέσα στον ύπνο του νόμισε ότι τον ξύπνησε το ποδοβολητό, άλλα στην πραγματικότητα κοιμόταν ακόμα.
Όλα μέσα στο όνειρο του τα έβλεπε αλλά τα ένοιωθε σαν να διαδραματίζονται ολοζώντανα μπροστά του. Σαν σε οπτασία αρχίζει να ζωντανεύει εμπρός στα ματιά του και να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του ένας φωτεινός στην όψη καβαλάρης.«Ποιος είσαι», τον ρώτησε τρομαγμένος φυσικά ο Μανούσος.«Μην τρομάζεις», του απάντησε ο καβαλάρης που έλαμπε μέσα στην στολή του. «Σήκω τώρα και θα μάθεις αργότερα ποιος είμαι».Όπως ανασηκώθηκε ο Πελέκης είδε ότι ο καβαλάρης του έδειχνε κάτι με το με το δάκτυλο του. Ακολούθησε αυτό που του έδειχνε ο καβαλάρης με το δάκτυλο του.
Ήταν τρεις γυναίκες.Με έκπληξη ο Μανούσος συνειδητοποιεί ότι ο άγνωστος καβαλάρης του υποδείκνυε κάποιες ιδιαίτερα γνωστές κυρίες της Σύρου της εποχής εκείνης. Η μία, ήταν η γυναίκα ενός πολύ γνωστού και αγαπητού στην κοινωνία της Σύρου εργοστασιάρχη του Γ. Φουστάνου και οι άλλες δύο επίσης γνωστές αφού δεν ήταν άλλες από την μητέρα και την κόρη του εργοστασιάρχη.Το όραμα συνεχίστηκε ακόμα πιο παράξενο.
Ο ολόφωτος καβαλάρης πήγε κοντά στις γυναίκες και αφαίρεσε από την τελευταία το βαρύ μαύρο πανωφόρι της. Έσκυψε και κάτι είπε σε αυτήν και στην μητέρα της και ύστερα γύρισε στον Μανούσο και με επιτακτικό ύφος του λέει:«Τώρα φεύγω.. Ακολουθείστε με και ελάτε εκεί που πηγαίνω και θα μάθετε ποιος είμαι…»Το όραμα συνεχίζεται σαν σε ταινία.
Ο καβαλάρης καβάλα στο πανέμορφο κόκκινο άλογο του βγαίνει από το δωμάτιο ολόλαμπρος, εντυπωσιακός και υπερήφανος και διασχίζει την σκοτεινή ακόμα νυχτωμένη Ερμούπολη και σιγά σιγά βγαίνει από την πόλη, φτάνει στην ευρύτερη περιοχή της Ερμούπολης «Βαπόρια» και συνεχίζει να τριποδίζει με αξιοπρέπεια πάνω στο άλογο του ως το άκρο της οδού, σε ένα μέρος που σχηματιζόταν μια ευρύχωρη φυσική πλατεία πάνω στο βράχο πάνω από την απόκρημνη ακρογιαλιά. Και εκεί σταμάτησε.Τα όσα σας περιγράφω υπάρχουν επίσημα στην κατάθεση του ιδίου του Μανούσου Πελέκη που είχε καταθέσει και βρίσκονται στα αρχεία της Ι. Μητροπόλεως Σύρου με ημερομηνία 25 Μαΐου.
Όταν ο Μανούσος ξύπνησε είχε ακόμα έντονες τις εικόνες στο μυαλό του. Άρχισε να συνειδητοποιεί μάλλον τρομαγμένος πως αυτό που είχε δει δεν ήταν όνειρο. Κάτι άλλο ήταν.Ταράχτηκε πάρα πολύ.. Τι όνειρο ήταν αυτό. Γιατί τόσο ζωντανό;Η αλήθεια είναι ότι κάτι ανέφερε στα έξω – έξω σε μερικούς πολύ δικούς του και όπως ο ίδιος το περίμενε δεν τον πίστεψαν. Μάλιστα γέλασαν μαζί του.Δεν δοκίμασε να επιμείνει. «Έλα μωρέ … Όνειρο ήταν», έπεισε τον εαυτό του και προσπάθησε να το ξεχάσεις. Και εκεί που πήγαινε να ξεχαστεί το ολοζώντανο όνειρο να ένα νέο. Ένα μήνα μετά. Και πάλι μέσα στην ηρεμία του ύπνου του ξαναπαρουσιάζεται ο ολόλαμπρος άντρας πάνω στο κόκκινο υπερήφανο άτι του.
Μπαίνει στο υπνοδωμάτιο του και του λέει. Αυτήν την φορά με πιο αυταρχικό ύφος.«Να πάρεις τον παπά-Σπύρο και τις γυναίκες και να έλθετε εκεί που σας οδήγησα την περασμένη φορά και να με βγάλετε από την γη γιατί κοντεύω να λιώσω».Αυτήν την φορά ο Ρωμαίος αξιωματικός (γιατί αυτό ήταν ο καβαλάρης ακόμα και ο άσχετος Μανούσος το είχε καταλάβει), του έδινε πολύ πιο συγκεκριμένες πληροφορίες και ονόματα.Ψάχνεται ο Μανούσος όταν ξυπνάει και αποφασίζει να πάει να βρει τον παπά-Αντώνιο Κονταρίνη, εφημέριο τότε στην Μεταμόρφωση γιατί όπως είπαμε δεν είχε και μεγάλες σχέσεις με την εκκλησία και αγνοούσε αυτόν τον παπά-Σπύρο που του ανέφερε ο καβαλάρης στο όνειρο του.
Ο Μανούσος ρωτάει έτσι δήθεν τον παπά-Αντώνη «έχουμε στη Σύρο κανένα παπά–Σπύρο;»Η απάντηση που πήρε ήταν ακόμα πιο εκπληκτική. Υπήρχε παπά-Σπύρος (Μιχαηλίδης και ήταν εφημέριος στον Άγιο Ιωάννη της Ποσειδωνίας. Την είχε πατήσει όμως με την πρώτη φορά που είχε εκμυστηρευτεί το όνειρο του και είχαν γελάσει μαζί του και έτσι αυτήν την φορά δεν λέει τίποτα σε κανέναν.Αλλά ούτε τον παπά-Σπύρο θα πάει να βρει. Και έρχεται η νύκτα 2 προς 3 Μαΐου όταν σε ένα τρίτο όνειρο ο Μανούσος βλέπει να βγαίνει μέσα από κάτι ερείπια στην περιοχή «Πλαταιάκι» έφιππος στο κόκκινο άλογο του ο πανέμορφος λαμπρός άνδρας και αυτήν την φορά δεν ήταν καθόλου συγκαταβατικός άλλα επιτακτικός όταν του μίλησε.«Να έρθεις να σκάψεις ΕΔΩ και να με βγάλεις από το χώμα. ΚΑΝΕ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ Και ΜΗΝ ΦΟΒΗΘΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ.»?Όπως είναι επόμενο ο καημένος ο Μανούσος είχε αρχίσει να φοβάται.
Τι όνειρα ήταν αυτά; Από πού προερχόταν; Είχε αρχίσει να ανησυχεί ο καημένος και φοβόταν ακόμα, για την ψυχική του υγεία. Ανησυχούσε μήπως είχε αρχίσει να τρελαίνεται.Πάλι δεν είπε και ούτε έκανε τίποτα… Θες από φόβο; Θες από ανησυχία μήπως όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι του… Πάλι το αγνόησε.Άλλα ένα τέταρτο όραμα ολοζώντανο αυτήν την φορά ανήμερα της Αναλήψεως (σημαδιακή ημέρα) αυτήν την φορά τον συνταράσσει ολόκληρο.
Αυτήν την φορά το όραμα της νύκτας είναι πιο συγκλονιστικό.Ο μυστηριώδης νέος δεν εμφανίζεται απλά ως εντυπωσιακός και λαμπερός καβαλάρης αλλά με την χαρακτηριστική στολή αρχαίου στρατιώτη ολόιδια με εκείνες που βλέπει να φορούσαν διάφοροι στρατιωτικοί Άγιοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας.Και αυτήν την φορά ούτε το ύφος του μοιάζει συγκαταβατικό και ήρεμο αλλά στη φωνή του μπορούσε να διακρίνει ένα παράπονο. Αλλά με αξιοπρέπεια παράπονο.«Δεν θα πας επιτέλους εκεί που σου υπέδειξα άνθρωπε μου να σκάψεις και να βγάλεις την εικόνα μου από την γη;» του λέει …Όπως ο ίδιος ο Πελέκης αναφέρει στην μαρτυρία του αυτήν την φορά ο λαμπρός στρατιωτικός του έδωσε ακόμα και οδηγίες πώς να ενεργήσει. Και τα τελευταία λόγια του ήταν …«Όταν με βρεις να πεις στην κυρία Φουστάνου να μου κτίσει εκεί το σπίτι μου…»
Ο ίδιος ο Πελέκης αναφέρει στην έκθεση του: «Ξύπνησα έντρομος και δεν ήξερα αλήθεια αν έπρεπε να πάω σε τρελογιατρό ή σε παπά ή και στους δύο και να τους εξιστορήσω όλα αυτά τα όνειρα που έβλεπα. Αλλά και πάλι δεν έκανα τίποτα.
Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ήμουν τόσο πολύ τρομοκρατημένος που δεν είπα ούτε αυτήν την φορά τίποτε σε κανένα.Αλλά τα οράματα συνεχίζονταν.Ήταν Κυριακή 24 Μαΐου του 1936 όταν τα ξημερώματα άκουσε μέσα στο κεφάλι του μια φωνή ΧΩΡΙΣ ΟΡΑΜΑ αυτήν την φορά. ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ να του λέει.
«Να έρθεις εξάπαντος και γρήγορα εκεί που σου έχω πει να με ξεθάψεις από την γη.»«Πήγαινα να τρελαθώ», διηγείται ο Πελέκης. «Έβλεπα παράξενα οράματα και άκουγα φωνές μέσα στο κεφάλι μου. Ανησυχούσα πολύ και ήμουν σκεπτικός όλη την ημέρα. Απέφευγα ακόμα και να δω τους συγγενείς μου με τον φόβο μήπως δουν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου τον τρόμο και την ανησυχία μου.»

Δεν άντεχε άλλο τέτοιο ψυχικό φορτίο. Κάποια στιγμή αποφασίζει να κάνει κάτι. Γιατί αλλιώς αν συνεχίζονταν αυτά τα οράματα και οι φωνές μέσα στο κεφάλι του σίγουρα θα τρελαινόταν.Η συνέχεια και τα γεγονότα που περιγράφονται παρακάτω είναι γνωστά σε πολλούς ανθρώπους που τα έζησαν από πρώτο χέρι τα θυμούνταν και τα εξιστορούσαν.Την Κυριακή το πρωί ο Πελέκης αποφασίζει να πάει στο «Πάνθεον» και βρίσκει τον γνωστό στην Σύρο Ελληνοαμερικάνο Αθανάσιο Ασημακόπουλο. Ο Ασημακόπουλος ήταν ένας Έλληνας γεννημένος στην Υπάτη που είχε φύγει στην Αμερική όπου δούλεψε σκληρά κάνοντας αρκετά καλά λεφτά και επιστρέφοντας ασπρομάλλης πλέον στην Ελλάδα βρήκε τη Σύρο όμορφο και πολιτισμένο μέρος να συνεχίσει τη ζωή του ήσυχα.
Σύμφωνα με πληροφορίες ήταν σκληρός άνθρωπος. Εντελώς αδιάφορος θρησκευτικά και μάλιστα κάποιοι τον αναφέρουν και ως «βλάσφημο». Και όμως ο Πελέκης αυτόν τον άνθρωπο διάλεξε να του μιλήσει για τα παράξενα όνειρα και τις φωνές που άκουγε. Ίσως γιατί ήταν άνθρωπος του εξωτερικού και περίμενε ότι θα τον άκουγε πιο ανοικτόμυαλα αντί να τον πάρει για τρελό.Και έτσι έγινε. Ο Ασημακόπουλος τον ακούει με προσοχή. Όχι μόνο δεν βάζει τα γέλια όπως οι προηγούμενοι άλλα συναρπάζεται με όσα του εξιστορεί ο έντρομος Συριανός και ενδεχομένως ύστερα από μια κάποια «άλλη» εσωτερική παρόρμηση του λέει το απόλυτα λογικό.
«Γιατί ρε Μανούσο δεν πάμε να δούμε αυτό το μέρος που σου λέει αυτός ο τύπος στα όνειρα σου να δούμε τι έχει εκεί;»Και πήγαν. Ήταν ένα ανοικτό μέρος, Μια αλάνα, ένα ξέφωτο. Μια χωμάτινη πλατεία πάνω στην κορυφή του βράχου που την έψηνε ο ήλιος και τίποτα παραπάνω. Διακρίνονταν ακόμα και κάτι πολύ παλιά γκρεμισμένα σκονισμένα άμορφα ερείπια.Κάτω από εκείνη την ηλιοκαμμένη αλάνα στην βάση του βράχου πολλά μετρά πιο κάτω εκεί που κτυπούσαν τα κύματα υπήρχαν και κάτι άλλα ερείπια από κάποια κτίσματα των ορυχείων. Λέγανε πως εκείνα το ερείπια πάνω στην χωματένια αλάνα άνηκαν σε ένα ναό που είχε ξεκινήσει κάποτε να κτίζεται άλλα δεν τελείωσε πότε μένοντας στο επίπεδο του ξεκινήματος.Το μέρος εκείνο οι παλιοί Συριανοί το ονόμαζαν «Πλαταιάκι» αλλά φαίνεται πως είχε εκείνη την εποχή είχε και ένα δεύτερο όνομα. «Άρμενα» το έλεγαν οι παλιοί Συριανοί.
Ήταν ένα μέρος εκείνη την εποχή πολύ απομακρυσμένο από τα βήματα των Συριανών. Επίσης, αυτό το μέρος προκαλούσε στους κατοίκους της Σύρου μια αποστροφή και ένα φόβο. Υπάρχουν διηγήσεις ότι εκεί ήταν ένας τόπος αυτοκτονιών γιατί στα απόκρημνα βράχια του ειδικά σε αυτά που δείχνουν προς την είσοδο του λιμανιού εκείνα τα δύσκολα χρόνια είχαν αυτοκτονήσει πολλοί απελπισμένοι άνθρωποι εκείνων των πολύ δύσκολων χρόνων που βίωνε το νησί και η Ελλάδα γενικότερα. Υπήρχε μεγάλη απελπισία στις ψυχές των ανθρώπων εκείνα τα χρόνια.Υπήρχε και μια τοπική παράδοση άγνωστη και ξεχασμένη σήμερα σε όλους τους Συριανούς και που ίσως για πρώτη φορά την αναφέρω ξανά εγώ ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια. Υπήρχαν κάποιες φήμες πως σε εκείνο το μέρος ασκήτευε ένας ιερομόναχος ονόματι Παΐσιος. Για τον όποιο όμως δεν γνωρίζουμε τίποτα παραπάνω.Παρ’ όλα αυτά έχουμε μαρτυρίες ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει άλλα ακόμα πιο πολύ στο βιβλίο ιεροπραξιών του πρώτου ναού της Ερμούπολης δηλαδή της Μεταμορφώσεως. Φαίνεται καταγεγραμμένο ένα τέτοιο όνομα που λέει ότι υπήρχε το 1834 ένας ιερομόναχος ονόματι Παΐσιος και ήταν στο στυλ των παλαιών ασκητών που είχαν αποσυρθεί στην ησυχία ψάχνοντας έρημα δυσπρόσιτα μέρη.
Παρατηρώντας κανείς το μέρος αυτό όποια ώρα και εποχή αν πάει, θα συμφωνήσει ότι ακόμα και σήμερα ένα τέλειο μέρος μακριά από την βοή του κόσμου και κάτι τέτοια μέρη προτιμούσαν οι ασκητές να ησυχάζουν. Πόσο περισσότερο εκείνη την εποχή που δεν πατούσε πόδι ανθρώπου έτσι και αλλιώς σε εκείνο το απομακρυσμένο από την πόλη σημείο.Αλλά και ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της εποχής εκείνης παράλληλα, θυμόταν ότι υπήρχε ένας γεράκος 85 χρόνων, ένα ασκητή ονόματι Παΐσιος.Πολλές περίεργες συγκυρίες και παράξενα γεγονότα έχουν συμβεί και θα συμβούν ακόμα σε εκείνο το μέρος.Τα «Άρμενα» ως το τέλειο απομακρυσμένο ησυχαστήριο φαίνεται πως ενέπνευσε και άλλο ένα ακόμα ιερομόναχο να ζήσει για λίγο σε αυτό το μέρος.Ήταν πολύ μεταγενέστερος του Παΐσίου και ονομαζόταν Ιωάσαφ. Φαινόταν δε, να ήταν Αρχιμανδρίτης από τα Ψαρά και είχε έρθει στη Σύρο. Έχοντας αρκετά χρήματα αγόρασε τα κτήματα της περιοχής το 1900 από την Αικατερίνη Μπέρκοβιτς με σκοπό να κτίσει εκεί μια εκκλησία ησυχαστήριο.

Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ακόμα ότι δανείστηκε και χρήματα με συμβόλαιο από ένα Συριανό λεμβούχο (επάγγελμα αρκετά προσοδοφόρο την εποχή εκείνη). Τα χρήματα ανέρχονταν στο ποσό των 700 δρχ.Οι εργασίες της εκκλησίας είχαν προχωρήσει αρκετά άλλα δυστυχώς ένα γεγονός που οφείλεται σε μια απόφαση σταμάτησε την ανέγερση της. Ο Αρχιεπίσκοπος Μεθόδιος Παπαναστασόπουλος και η Δημοτική αρχή διατάσσουν να σταματήσει το έργο.Ο λόγος είναι από εκείνους που καμία φορά κάνουν τους πιστούς να αγανακτούν με τις συμπεριφορές και τους σκοπούς τέτοιων αποφάσεων.Η Δημοτική αρχή και η εκκλησία είχαν στην δικαιοδοσία τους όλες τις ενοριακές εκκλησίες. Έτσι λοιπόν σκεπτόμενοι αμφότεροι τα έσοδα που θα χάνονταν από την ανέγερση ιδιωτικών ναών συντάσσουν μια διαταγή-νόμο και απαγορεύουν την ανέγερση τέτοιων (ιδιωτικών) ναών.Έτσι λοιπόν το έργο σταματά. Το χειρότερο είναι ότι ο καημένος Ιωάσαφ που προσδοκούσε με τον οβολό των πιστών να ξεπληρώσει το χρέος των 700 δρχ. στον λεμβούχο, μην έχοντας την δύναμη φεύγει από το νησί αφήνοντας στην θέση αυτή… ένα ατελείωτο γιαπί που με τον χρόνο είχε καταντήσει άμορφα χαλάσματα.Το σκηνικό λοιπόν που αντίκρισαν στις 8 η ώρα το πρωινό εκείνο της Κυριακής, της 24ης Μαΐου του 1936, ο Μανούσος Πελέκης και ο Αθανάσιος Ασημακόπουλος ήταν κάτι περισσότερο από εντελώς αποκαρδιωτικό. Χαλάσματα, παντού ηλιοκαμμένα σκονισμένα χαλάσματα.

Παρ’ όλα αυτά σκέπτονται και αποφασίζουν να πάνε την επομένη να αρχίσουν σκάψιμο. Το ημερολόγιο εκείνη την ημέρα έγραφε Δευτέρα 25 Μαΐου 1936. Μαζί τους έχουν πάρει και ένα τρίτο έμπιστο φίλο τους τον εικοσιπεντάχρονο εργάτη του δήμου Γιάννη Μουστάκα.Ο Γιάννης Μουστάκας ζούσε σε μια συνοικία στους Ταξιάρχες. Σε μια αναφορά του ερωτηθείς για να συνταχθεί η επίσημη αναφορά τότε, είχε πει πως ήταν έκτακτος σκαφέας του δήμου. Δεν του είχαν πει τίποτα για τα όνειρα του Πελέκη ούτε τι πήγαιναν να κάνουν εκεί. Του είχαν πει να έρθει μαζί τους και αρχίζοντας το σκάψιμο δεν του έλεγαν τίποτα. Του είπαν μόνο «σκάβε και όταν το βρούμε αυτό που ψάχνουμε θα καταλάβεις».
Είναι δε αστείο το γεγονός ότι θυμόταν ότι δεν τον είχαν πληρώσει στο τέλος για την εργασία του αυτή. Αρχίζουν σκάψιμο εκεί που σύμφωνα με το όνειρο είχε υποδείξει ο παράξενος νεαρός Αξιωματικός. Ο Μουστάκας σκάβει. Ο Πελέκης φτυαρίζει. Ο Ασημακόπουλος επιβλέπει.Προσέξτε από εδώ και πέρα τα γεγονότα που μοιάζουν με κινηματογραφική ταινία.Θα είχαν φτυαρίσει περίπου ενάμισι τόνο χώμα σε μια σκαμμένη επιφάνεια τέσσερα τετραγωνικά και 50 εκατοστά βάθος όταν μέσα στα χώματα που φτυαρίζει ο Μανούσος του κάνει εντύπωση ένα αντικείμενο που μόλις πέταξε στον σωρό τα χώματα.Λέει στους άλλους να σταματήσουν και εκείνος πιάνει στα χέρια του το «αντικείμενο».Το παρατηρεί και διαπιστώνει ότι είναι μια μικρή εικόνα καλυμμένη από χώματα που είναι κολλημένα πάνω της. Στην αρχή νομίζει πως είναι κάποια πέτρινη πλάκα αλλά στην συνέχεια αντιλαμβάνεται πως είναι ξύλινη.Φανταστείτε την περιέργεια, το φορτισμένο αίσθημα όταν παραμερίζοντας τα χώματα το πρώτο που βλέπει είναι ότι υπάρχει γυαλιστερό ακόμα και με τόσα χώματα φωτοστέφανο.Βάζει τις φωνές από χαρά. Όλοι πάνε κοντά του και περιεργάζονται την ξύλινη εικόνα.Μέχρι εκείνη την στιγμή οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν ιδέα τι έψαχναν. Δεν είχε πάει ο νους τους σχεδόν καθόλου ότι ψάχνουν μια εικόνα ενός Άγιου. Στην πραγματικότητα δεν ήξεραν τι έψαχναν και για αυτό είχαν πει και στον σκαφέα φίλο τους «σκάβε και όταν το βρούμε θα σου πούμε».Κρατώντας πλέον την γεμάτη κολλημένα χώματα εικόνα με το γυαλιστερό φωτοστέφανο και πλέον σίγουροι πως πρόκειται για εικόνα άγιου και πιθανώς αυτό έψαχναν και για αυτό έλεγαν τα όνειρα του Μανούσου.

Στη συνέχεια, την τυλίγουν προσεκτικά όπως ήταν με τα χώματα σε μια εφημερίδα και με φτερά στα πόδια τρέχουν την κακοτράχαλη περιοχή προς τα πίσω, φτάνουν στο μητροπολιτικό κτήριο με την ψυχή στο στόμα και την γλώσσα έξω από το τρελό τρέξιμο και την παραδίδουν στον Μητροπολίτη Φιλάρετο.Και εκείνη ακριβώς την στιγμή κάθονται όλοι με ηρεμία και ησυχία και ο Μανούσος Πελέκης τους εξιστορεί όλη την ιστορία που ούτε ο ίδιος δεν πίστευε ως εκείνη την στιγμή με τα όνειρα, τα οράματα και τις φωνές μέσα στο κεφάλι του.Από εδώ και πέρα η ιστορία αρχίζει να μοιάζει με παραμύθι.Τυλίγουν το εύρημα τους σε ένα σεντόνι ή κουβέρτα και ξεκινούν για την Ερμούπολη. Πάνε κατ’ ευθείαν στον μητροπολίτη.

Με κάποιο τρόπο ο κόσμος έχει μάθει την εύρεση της εικόνας. Έξω από το μητροπολιτικό γραφείο αρχίζει να μαζεύεται κόσμος. Όλο και πιο πολλοί Συριανοί.Όταν ο έκπληκτος Επίσκοπος με επιφύλαξη παίρνει στα χέρια του την εικόνα την γεμάτη χώματα και λάσπες δεν ξέρει ούτε τι να κάνει ούτε τι να πει. Όπως ήταν φυσιολογικό και αυθόρμητο, αρχικά την σκουπίζει με το χέρι του και με λίγο νερό για να διακρίνει το εικονιζόμενο πρόσωπο. Ένας διάκονος όμως γνωρίζοντας πιο πολλά συνιστά να καθαριστεί καλύτερα με λάδι για να μην προκληθούν περισσότερες φθορές στην ήδη κακοποιημένη από τον τόσο καιρό θαμμένη κάτω από την γη εικόνα. Συμφωνούν όλοι και όταν αυτό γίνεται τότε για πρώτη φορά φανερώνεται ένας έφιππος σε ερυθρό άλογο. Σίγουρα Άγιος.Η εικόνα ήταν 16×13 εκατοστά. Παριστάνει νεαρό άγιο, χωρίς γένια, καβαλάρης σε ένα κόκκινο αριστοκρατικό άλογο. Κρατά ένα κοντάρι που το τείνει προς την γη στολισμένο με κόκκινη κορδέλα. Γύρω από το κεφάλι του ένα χρυσό φωτοστέφανο.Το υπόστρωμα της εικόνας είναι γύψινο και φθαρμένο στις άκρες. Αρκετά σημεία δεν είναι καθόλου ευδιάκριτα και όνομα δεν υπάρχει πουθενά.

Συνεχίζουν να το ψάχνουν. Λίγα γνωρίζουν και ακόμα λιγότερα από αυτά που πρέπει να κάνουν. Όμως έχουν καταλήξει πως πρόκειται για κάποια εικόνα ενός Άγιου και ακούγοντας την ιστορία του Πελέκη πλέον όλοι αρχίζουν να νοιώθουν ότι κάτι θεϊκό, υπερβατικό συμβαίνει.Μετά από μέρες ο Μητροπολίτης έχει καταλήξει πως πρόκειται για έργο προϊόν κάποιου αγιογράφου φιλοτεχνημένο περίπου στην εποχή της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αγιογράφος σε καμία περίπτωση δεν ανήκε σίγουρα στην κρητική ή μετά-κρητική σχολή. Το έργο φαινόταν ανεξάρτητο κάποιας αγιογραφικής σχόλης.Οι ειδικοί αργότερα το κατέταξαν σε λαϊκό αγιογραφικό έργο.Ποιον Άγιο όμως παρίστανε η εικόνα; Όνομα δεν υπήρχε άλλα όλα έδειχναν για ποιον Άγιο επρόκειτο. Οι ιερείς είναι σχεδόν σίγουροι ποιος είναι, αλλά ακόμα κανείς δεν τολμά να εκφραστεί φανερά.Όμως όλα δείχνουν τον Άγιο Δημήτριο.Ήταν σίγουρα ο Άγιος Δημήτριος. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για αυτό. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι πολλοί ειδικοί που προσήλθαν στην Σύρο από την πρωτεύουσα και από αλλά μέρη, ερεύνησαν και μελέτησαν την εικόνα. Αλλά ακόμα και ένα κοινός απλός άνθρωπος που λίγα ήξερε για τους άγιους, στον Άγιο Δημήτριο θα κατέληγε.Ο Φιλάρετος ζήτησε να μάθει κάθε λεπτομέρεια της εύρεσης. Έψαξε επίσης να μάθει για τον Μανούσο. Ποιος ήταν. Τι ήταν. Μήπως ήταν κανένας απατεώνας κάποιος ψεύτης κάποιος που να είχε δόλο η υστεροβουλία για αυτό όλο το γεγονός. Όλοι ήξεραν τον Μανούσο. Καλός άνθρωπος. Καλός Συριανός. Ήρεμος και σχεδόν άσχετος με τα εκκλησιαστικά. Άρα υστεροβουλία δεν υπήρχε.Ωστόσο το γεγονός έχει αρχίσει να διαδίδεται. Πλήθος κόσμου προσέρχεται και πολιορκεί την μητρόπολη για να δει και να προσκυνήσει την εικόνα. Κοσμοσυρροή
. Όλη η Σύρος είναι έξω στο πόδι και συζητούν ακόμα και έρανο να κάνουν, να κτίσουν μια εκκλησία στο μέρος που βρέθηκε η εικόνα.Η είδηση της εύρεσης βγαίνει εύκολα και γρήγορα έξω από τη Σύρο. Οι εφημερίδες γράφουν για αυτήν. Μιλούν για θαύμα αλλά και για ένα σημαδιακό γεγονός για το ελληνικό έθνος. Στις 9 Μαΐου ο πάντα ντυμένος στα λεύκα Ασημακόπουλος παρουσιάζεται στον Φιλάρετο και του λέει…
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ:

«Σεβασμιότατε παρακαλώ όπως μου επιτρέψετε με δικές μου δαπάνες να ανεγείρω στον τόπο εύρεσης μια εκκλησία, προσφέρω 150.000 δρχ.»Τα γεγονότα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Φιλάρετος, συντάσσει αναφορά προς την ιερά σύνοδο και ζητά άδεια. Η ιερά σύνοδος την δίνει αμέσως.Το ημερολόγιο έγραφε εκείνη την ημέρα 11 Ιουνίου 1936.Όλος ο κόσμος έχει καταλάβει πως το γεγονός της εύρεσης είναι ένας σημαδιακός οιώνος και όχι μια απλή ασήμαντη εύρεση μια εικόνας. Ο αθηναϊκός τύπος γραφεί ασταμάτητα για το γεγονός. Καταφθάνουν από όλη την Ελλάδα δημοσιογράφοι. Συνεντεύξεις στον μητροπολίτη, στον Πελέκη και στον Ασημακόπουλο.Επί μέρες οι εφημερίδες ασχολούνται με το γεγονός στέλνοντας ρεπόρτερ στη Σύρο που γράφουν ασταμάτητα ότι συμβαίνει στο νησί και τις εξελίξεις που τρέχουν σχετικά με τις φήμες της ανέγερσης ενός ναού στο σημείο της ευρέσεως.Η Σύρος βρίσκεται στο κέντρο του κάθε ενδιαφέροντος. Η εύρεση της εικόνας του Άγιου Δημήτριου υποσκιάζει ακόμα και τα φοβέρα πολίτικα γεγονότα που διαδραματίζονται εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.Η εύρεση της εικόνας παίρνει διαστάσεις ενός θεόσταλτου μηνύματος στον δοκιμαζόμενο Ελληνικό Λαό.
Ο κόσμος μιλά για μια ελπίδα. Ένα θαύμα που θα σώσει την Ελλάδα από τον όλεθρο του πολέμου που όλοι ξέρουν ότι πλησιάζει.Κάπου εδώ παρουσιάζεται και η οικογένεια Φουστάνου. Η πλούσια αριστοκρατική αυτή οικογένεια προσφέρει χρήματα, όσα χρειάζονται για την ανέγερση του ναού. Μαζί με τις 150.000 δρχ. του Ασημακόπουλου (πόσο πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη) αρχίζουν τα όνειρα και οι ελπίδες για την ανέγερση του ναού να φαίνονται πιο εύκολα να πραγματοποιηθούν.
Τέταρτη 10 Ιουνίου 1936 οι Συριανοί ξυπνούν από ένα χαρμόσυνο «καμπανιστό» ήχο.Οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Σύρου κτυπούν χαρμόσυνα σαν να είναι λαμπρή και ταυτόχρονα όλες μαζί. Η ατμόσφαιρα είναι μοναδική και συγκινητική μαζί. Η εικόνα κατεβαίνει από την μητροπολιτική κατοικία όπου βρισκόταν φυλασσόμενη ως τώρα και βρίσκεται επιτέλους σε κοινή θέα προς προσκύνημα στον Ι.Ν. της Μεταμορφώσεως.Μετά από πολλές ώρες και με χιλιάδες Συριανούς να έχουν περάσει να δουν, να προσκυνήσουν, και να χαρούν την εικόνα αρχίζει η περιφορά της που ξεκινά από την Μεταμόρφωση και καταλήγει πλέον στον Άγιο Νικόλαο. Την μεγαλοπρεπή πομπή ακολουθούν χιλιάδες κόσμος. Ακόμα και από άλλα μέρη της Ελλάδος πιστοί ακόμα και περίεργοι. Δημοσιογράφοι φωτογραφίζουν τα πάντα. Λάβαρα εκκλησιαστικά άλλα και διαφόρων συλλόγων συνοδεύουν την πομπή.Αρχές Ιουνίου έχει αρχίσει με απίστευτους γρήγορους ράθυμους η οικοδόμηση του Ναού. Καθαρίζεται η αλάνα και ο χώρος από τα βράχια εκεί που βρέθηκε η εικόνα. Και δημιουργείται η υποδομή για τα θεμέλια.Ήξεραν ότι ξεκινούν ένα έργο σημαντικό και ήξεραν ότι θα χρειάζονταν χρήματα. Ο ναός οικοδομούταν σε ένα απομακρυσμένο και δυσπρόσιτο μέρος τότε. Θα χρειαζόταν μεταφορές υλικών, εργαλεία, εργάτες και χρήματα… πολλά χρήματα. Δεν ήταν εύκολη η ανοικοδόμηση του ναού ειδικά σε εκείνο το απομακρυσμένο μέρος και γνώριζαν πολύ καλά πως τα χρήματα και οι δωρεές που είχαν δώσει οι επώνυμοι δεν θα έφταναν με τίποτα.Σκέφτηκαν έναν ωραίο τρόπο να μαζέψουν χρήματα παράλληλα με τις δωρεές. Όταν έβαλαν τον θεμέλιο λίθο ύστερα τα μαστράκια, το σφυράκι, το φτυάρι και τα αλλά εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν για τα θεμέλια τα έβγαλαν σε πλειστηριασμό για να μαζέψουν χρήματα. Χρειάζονταν τα χρήματα. Όσο και να έψαξα να τα βρω δεν τα κατάφερα. Αυτό που έμαθα μόνο είναι ότι κάποιος Ευάγγελος Βλάχος πατέρας του παπά-Ευθύμιου έδωσε πολλά χρήματα και πήρε τα εργαλεία αυτά. Δεν ξέρουμε αν τα έχει ακόμα. Εκείνος βέβαια έχει πεθάνει.


Ο δρόμος για να πάνε εκεί δεν ήταν εύκολος. Για την ακρίβεια δεν υπήρχε δρόμος. Ένας χωματόδρομος ήταν με την μία του μεριά να φλερτάρει με τον γκρεμό. Ήταν γεμάτος γκρεμνά και επικίνδυνος. Τα παιδιά κρατιόνταν από το χέρι ή από τα φουστάνια των μητέρων τους.Την ασφαλτόστρωση του δρόμου την χρηματοδότησαν η οικογένεια Φουστάνου και ο Διονύσιος Σιγάλας από τους ευεργέτες του ναού. Ο Αρχιτέκτονας που ανέλαβε την ανέγερση του ναού ήταν ο Γεώργιος Νομικός. Ένας από τους καλύτερους αρχιτέκτονες βυζαντινών ναών που υπήρξαν πότε. Θεωρούνταν ήδη όσο ζούσε, θρυλική μορφή και σεβάσμιος επιστήμονας σε όλο τον κόσμο. Κατά την διάρκεια της σταδιοδρομίας του βραβεύτηκε και τιμήθηκε πάρα πολλές φορές για τα έργα του.

Το σχέδιο ήταν να κτίσει ένα παρεκκλήσι το οποίο θα περιελάμβανε ακριβώς το σημείο όπου έγινε η ανασκαφή και βρέθηκε η εικόνα. Και από πάνω του θα κτιζόταν ένας υπέροχης ομορφιάς πέτρινος βυζαντινός ναός.Και Έτσι ακριβώς έγινε.Σήμερα μπορεί ο επισκέπτης να δει το παρεκκλήσι στο πρώτο επίπεδο του ναού και ακριβώς από πάνω τον αγέρωχο εντυπωσιακό πέτρινο από κόκκινη πέτρα ναό του Αγίου Δημητρίου.

Κανείς άλλος ναός στην ιστορία της Σύρου δεν έγινε με τόσο μεγάλη λαϊκή συμμετοχή. Οι Συριανοί δεν βοηθούσαν μόνο σαν εργάτες άλλα έρχονταν και έδιναν χρήματα ακόμα και κοσμήματα, ότι μπορούσαν από το περίσσευμα τους, για να βοηθήσουν όσο και όπου μπορούσαν στην ανέγερση του ναού.Έβλεπες ανθρώπους από τα ξημερώματα να διασχίζουν με αξίνες και φτυάρια την πλατεία κατευθυνόμενοι στο «Πλαταιάκι ή τα «Άρμενα». Ο ίδιος ο Ασημακόπουλος ήταν πρωτεργάτης σε αυτό το χαρούμενο και πολυπληθές συλλαλητήριο. Είχε στήσει ένα καμπανάκι στην πλατεία και με ένα σφυρί το κτυπούσε δίνοντας ένα χαρούμενο ρυθμό στους απλούς ανθρώπους να τρέχουν να βοηθήσουν.






«Έχω αφιερώσει την ζωή μου για να κάνουμε όλοι κάτι ωραίο για τον τόπο μας» έλεγε και αυτή η συγκινητική του φράση έμεινε στην ιστορία.Ο ναός με τέτοια θέληση και με τέτοιες προσπάθειες δεν άργησε να τελειώσει. Άλλα μην νομίζετε πως ήταν εύκολο, ούτε φτηνό. Η μακρινή του θέση ήταν από μόνη της τεράστιας οικονομικής δυσκολίας να φτάσουν τα υλικά εκεί. Τα ποσά της οικογένειας Φουστάνου και του Ασημακόπουλου μόλις που έφταναν. Χωρίς την βοήθεια του απλού κόσμου δεν θα τελείωνε ο Ναός.Τα εγκαίνια του Ναού έγιναν στις 6 Ιουλίου 1969.

Στην πρώτη επέτειο της εύρεσης είχαν έρθει από την Αθήνα επίσημοι πολιτικοί, βασιλείς, κόσμος σπουδαίος και σημαντικός αλλά και απλοί άνθρωποι. Ήταν τόση μεγάλη η ζήτηση του κόσμου να έρθει στη Σύρο για να παραβρεθεί στις γιορτές, που είχαν ναυλώσει ειδικά για το ταξίδι αυτό από τον Πειραιά επιβατηγό πλοίο.Το ίδιο μοτίβο και σκηνικό συνεχίστηκε και τις επόμενες επετείους. Η γιορτή της εύρεσης είχε εξελιχθεί σε Πανελλήνιο λαϊκό προσκύνημα όπου χιλιάδες κόσμου έρχονταν στη Σύρο για να παραστεί στις εκδηλώσεις.

Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΩΣ ΤΟΠΙΚΗ ΕΟΡΤΗ.Ελάχιστοι γνωρίζουν πως η επέτειος της εύρεσης της εικόνας έχει αναγνωριστεί επίσημα από τον Βασιλιά Γεώργιο Β’ ως ΤΟΠΙΚΗ ΕΟΡΤΗ.Το σπάνιο έγγραφο, υπό μορφή Βασιλικού Διατάγματος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της 30ης Ιουνίου 1937 που έχουμε στην διάθεση μας, το αναγράφει πεντακάθαρα.

Όμως ήρθε ο πόλεμος όπως πολύ φοβούνταν όλοι οι Έλληνες και σταμάτησε τις λαμπρές αυτές γιορτές και μετά τον πόλεμο δεν υπήρχε ούτε η οικονομική κατάσταση αλλά ούτε και η διάθεση του κόσμου για να φτάσουν και για να επαναληφθούν εκείνες οι λαμπρές εκδηλώσεις. Έτσι λοιπόν η γιορτή ατόνησε, συρρικνώθηκε και σχεδόν χάθηκε.Όμως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σπουδαίες, σημαντικές και συστηματικές προσπάθειες με πρωτοστατούντα τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Δωρόθεο Β’ ώστε να αναβιώσουν και να επαναληφθούν οι λαμπρές εκείνες εκδηλώσεις που σκοπό είχαν να τονιστεί η σημειολογία της εύρεσης και η αξία για το κοινό ελληνικό αίσθημα.Στον λόγο του στα εγκαίνια του ναού ο Φιλάρετος έβγαλε ένα υπέροχο λόγο. Γεμάτο πατριωτική ανάταση και θρησκευτική ευλάβεια. Χαρακτήρισε το ναό του Αγίου Δημητρίου με μια φράση που έμελλε να ξεχαστεί με το πέρασμα του χρόνου άλλα σήμερα που ξαναθυμόμαστε και εκτιμώντας πλέον αυτό το σπουδαίο γεγονός καταλαβαίνουμε την άξια του.Είχε πει λοιπόν ο Ποιμενάρχης:«Αυτός ο ναός αποτελεί το ωραιότερο, αγνότερο νεώτερο αληθινό θρησκευτικό κομψοτέχνημα όχι μόνο των Κυκλάδων άλλα για το πανελλήνιο και όλο τον θρησκευτικό κόσμο».Αυτό ακριβώς είναι ο κόκκινος πέτρινος ναός του Αγίου Δημητρίου στην θέση «Πλαταιάκι» ή «Άρμενα» στην Ερμούπολη. Γεμάτος με συμβολισμούς, σημασιολογικά σημάδια και μεγάλες έννοιες.Πέτρινος, ως πέτρα που στάθηκε ο Άγιος Δημήτριος σας Μάρτυρας. Αγέρωχος, δυνατός και υπερήφανος ενάντια στους δυνατούς αέρηδες που φυσούν στο σημείο αυτό. Κόκκινος σαν το κόκκινο άτι που καβαλούσε.



ΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ Ι.Ν. ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΗ ΣΥΡΟΟ Άγιος Δημήτριος στη Σύρο είναι ταυτισμένος με δυο πολύ γνωστά έθιμα. Το ένα είναι ότι την ημέρα που γιορτάζεται η εύρεση μετά τον εσπερινό γίνεται λειτουργία και αργά τη νύχτα παίρνουν την εικόνα από τον Άγιο Δημήτριο και μέσα στη νύχτα την κατεβάζουν στον Άγιο Νικόλαο.Ποιος θυμάται από πού και γιατί ξεκίνησε αυτό το έθιμο;Αυτό το πολύ ωραίο νυκτερινό έθιμο ξεκίνησε από την πρώτη λειτουργία που έγινε στον Άγιο Δημήτριο αμέσως μετά τα θυρανοίξια του.Είναι μια αναπαράσταση και συμβολίζει τα οράματα που έβλεπε μέσα στη νύχτα ο Μανούσος Πελέκης.Στην πρώτη νυχτερινή λειτουργία αμέσως μετά με συμμετοχή όλων εκείνων που είχαν εμπλακεί στην εύρεση και στην ανοικοδόμηση του ναού μετά την λήξη της λειτουργίας μέσα στην νύχτα ο παπάς πρότεινε την λιτάνευση της εικόνας. Το συγκλονιστικό ήταν όταν ξεκίνησαν αυθόρμητα να κατεβαίνουν τον δρόμο και χωρίς κανείς να πει τίποτα έφτασαν στον Άγιο Νικόλαο.Έχει μείνει αξέχαστη εκείνη η πρώτη φορά αυτής της λιτανείας.
Ο Πελέκης με καταφανή συγκίνηση κρατά ο ίδιος την εικόνα. Ο εφημέριος του ναού έχοντας πληροφορηθεί πως η πομπή έρχεται στο ναό περιμένει με το θυμιατήρι στο χέρι. Πολύ όμορφες αυθόρμητες χριστιανικές και συγκινητικές στιγμές. Τέλος φτάνουν στον Άγιο Νικόλαο και η εικόνα τοποθετείται και αρχίζει μια αρχιερατική λειτουργία.Έτσι ξεκίνησε το έθιμο αυτό και έχει μείνει από τότε κάθε χρόνο να ξεκινά μέσα στην νύχτα η λιτανεία και να φθάνει χαράματα στον Άγιο Νικόλαο. Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ και Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΥΠΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ καθώς και το σφύριγμα των πλοίων όταν καταφθάνουν ή αποχωρούν από το λιμάνι της Ερμούπολης.

Χρησιμοποιούσαν τις καμπάνες της εκκλησιάς για να ειδοποιούν ότι έρχεται καράβι είτε να προφυλαχτούν οι εργάτες που δούλευαν κοντά στην θάλασσα είτε για να ειδοποιηθούν οι εργάτες πάνω στα γύρω βουνά να ετοιμαστούν να στείλουν τα φορτία από τα ορυχεία.
Όπως και να έχει το έθιμο αυτό είναι από τα πιο ωραία που έχει να θυμάται κάποιος που φεύγει ή επιστρέφει η για πρώτη φορά επισκέπτεται το νησί μας και θεωρώ πως θα έπρεπε να τονίζεται στους ενημερωτικούς τουριστικούς «χάρτες» που κυκλοφορούν κατά τακτά χρονικά διαστήματα για τη Σύρο.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Μιχάλη Χατζηγεωργίου, συγγραφέα του βιβλίου Άγιος ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Όνειρο και πραγματικότητα. Σύρος 1936.
Πηγή: Syros Today

