Η Σύρος βρίσκεται στο κεντρικό σημείο των Κυκλάδων με έκταση 84,069 τ.χλμ. Η γεωγραφική της θέση πλεονάζει, καθώς γειτνιάζει με αρκετά νησιά του κυκλαδίτικου συμπλέγματος. Στα βόρεια βρίσκεται η Άνδρος, βορειοανατολικά η Τήνος και ανατολικά η Μύκονος, η Δήλος και η Ρήνεια. Βορειοδυτικά βρίσκονται η Κέα και η Γυάρος, δυτικά η Κύθνος και νοτιοδυτικά η Σέριφος. Στα νότια βρίσκονται η Σίφνος, η Αντίπαρος, η Πάρος και η Νάξος.
Ονομασία
Το όνομα Σύρος προέρχεται από τους πρώτους κατοίκους του νησιού, τους Φοίνικες. Σήμερα υπάρχουν δύο εκδοχές για την ονομασία αυτή. Σύμφωνα με την πρώτη, το όνομα «Σύρος» προέρχεται από το Φοινικικό «Ουσύρα», που σημαίνει ευτυχής, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη, προέρχεται από το «Συρ» που σημαίνει βράχος. Ο Όμηρος την ονομάζει “Συρίη”, ενώ τον 17ο αιώνα αναφέρεται και ως το νησί του Πάπα: «L’isola del Papa», λόγω του καθολικού δόγματος των κατοίκων της.
Η γεωλογική και γεωγραφική της ιδιομορφία
Η Σύρος, καθώς και όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, αποτελούσε πριν από εκατομμύρια χρόνια το βυθό αβαθούς θάλασσας. Μια σειρά από ισχυρές δονήσεις προκάλεσε την άνοδο των πετρωμάτων του βυθού. Η σημερινή μορφή του νησιού διαμορφώθηκε αιώνες αργότερα, έπειτα από μια μακρά διαδικασία μεταμορφώσεων. Όλα ξεκίνησαν το 1845, όταν ο Γερμανός γεωλόγος Χάουζμαν ανακάλυψε στη Σύρο ένα ορυκτό με ένα εντυπωσιακό μπλε χρώμα που το ονόμασε γλαυκοφανή (από το γλαυκός + φαίνεσθε, δηλαδή φαίνεται κυανούς). Από τότε, οι σχιστές πέτρες του νησιού, που περιείχαν γλαυκοφανή πήραν το όνομα κυανοσχιστόλιθοι. Μαζί με τους κυανοσχιστόλιθους βρέθηκαν και κάποια άλλα πετρώματα με ορυκτά σε βαθυκόκκινα και σμαραγδοπράσινα χρώματα, που ονομάσθηκαν εκλογίτες. Στις μέρες μας η Σύρος θεωρείται η πιο αντιπροσωπευτική τοποθεσία κυανοσχιστόλιθων και εκλογιτών στον κόσμο. Κάθε χρόνο πανεπιστήμια από όλη τη γη οργανώνουν γεωλογικές εκπαιδευτικές εκδρομές στη Σύρο και τα αποτελέσματα των ερευνών δημοσιεύονται σε διάσημα περιοδικά.
Σήμερα η Σύρος παρουσιάζει ορεινό χαρακτήρα, ιδιαίτερα προς το βόρειο τμήμα της, που ονομάζεται Πάνω Μεριά.Το τμήμα αυτό του νησιού έδιαφέρει μορφολογικά από το υπόλοιπο αφού έχει πολύ απότομες πλαγιές, σηματοδοτημένα μονοπάτια με ελάχιστους διαθέσιμους δρόμους και χαραδρες του χαρακτηρίζονται ως μεσαίας ή μεγαλύτερης διαδρομής. Ακόμη είναι το μοναδικό μέρος του νησιού που έχει ασβεστολιθικά πετρώματα. Αντίθετα το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Σύρου είναι λοφώδες και επίπεδο, καλυπτόμενο από ηφαιστειακά πετρώματα, ενώ σχηματίζει σχετικά μεγάλες κοιλάδες, όπως της Βάρης, της Ποσειδωνίας, κ.ά.
Φυσικό όριο ανάμεσα στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του νησιού αποτελεί η δεξιά όχθη του ρέματος, που εκβάλει στον όρμο Κίνι, δημιουργώντας αμμώδη παραλία με αβαθή θάλασσα.
Ιστορία
Το νησί της Σύρου κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους (3η χιλιετία π.Χ.), όπως αποδεικνύουν ευρήματα στις περιοχές Χαλανδριανή και Καστρί. Ειδικά στη Χαλανδριανή βρέθηκαν περισσότεροι από 600 τάφοι με κτερίσματα, ενώ στο Καστρί βρέθηκε οχυρωμένος οικισμός με σημαντική αστική και εμπορική δραστηριότητα. Επίσης, ορισμένα ευρήματα πείθουν για την ύπαρξη εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και μαρτυρούν για τις σχέσεις της Σύρου με τα παράλια της Μικρασίας την εποχή εκείνη. Ο πρωτοκυκλαδικός οχυρωμένος οικισμός στο Καστρί αποτελεί έναν από τους καλύτερα διατηρημένους οικισμούς της περιόδου. Τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Αθήνα), στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης Γουλανδρή και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σύρου.
Στους αιώνες που ακολούθησαν, το νησί βρέθηκε σταδιακά κάτω από την επιρροή των Φοινίκων, των Μινωιτών και στη συνέχεια των Μυκηναίων. Κατά την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού (11ος-10ος αι. π.Χ.) πιθανολογείται η εγκατάσταση Ιώνων στη Σύρο. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος αναφέρει το νησί με το όνομα «Συρίη», πλησίον της Δήλου, ενώ την ονομάζει και «δίπολις», διότι είχε δύο πόλεις -την Ποσειδωνία και τη Φοινική- με βασιλιά τον Κτήσιο Ορμενίδη. Τον 6ο αιώνα π.Χ., όταν η Σύρος είχε καταληφθεί από τους Σάμιους, γεννήθηκε στο νησί ο φυσικός φιλόσοφος Φερεκύδης,ο οποίος θεωρείται εφευρέτης του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ρολογιού, και δάσκαλος του Πυθαγόρα. Το όνομα του έχει δοθεί σε δύο σπήλαια του νησιού, ένα στο ανατολικό τμήμα (Ρηχωπού), και ένα άλλο στην Αληθινή. Επίσης, το διάστημα 6ου και 3ου αιώνα π.Χ. χρονολογούνται τα ίχνη αγροτικών οικισμών σε διάφορα μέρη του νησιού.
Την εποχή της ακμής του κλασικού κόσμου, η Σύρος έχοντας δευτερεύουσα σημασία,εντάχθηκε στην Αθηναϊκή συμμαχία. Αποτέλεσε αυτόνομο κρατίδιο με βουλή, δήμο και αργυρό νόμισμα, κατέβαλλε όμως φόρο υποτελείας στους Αθηναίους. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) οι Κυκλάδες υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες.
Η ανάκαμψη της Σύρου εντοπίζεται στους ελληνιστικούς χρόνους όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στην Αληθινή, πιθανόν από ναό αφιερωμένο στους Καβείρους. Τέτοιος ναός έχει βρεθεί και στον Γαλησσά, ενώ άλλα λείψανα στα βόρεια του νησιού (Γράμματα) υποδεικνύουν την ύπαρξη ιερού του Ασκληπιού.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους (324-184 π.Χ.) η πρωτεύουσα της Σύρου βρισκόταν στη θέση της σημερινής Ερμούπολης. Μετά από μία περίοδο αναταραχών (3ο αι. π.Χ.), το νησί ακμάζει και πάλι,όπως μαρτυρεί η κυκλοφορία χάλκινων νομισμάτων ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κοπή αργυρών νομισμάτων τον 2ο αι. π.Χ.
Τη βυζαντινή περίοδο η απειλή της πειρατείας είχε ως αποτέλεσμα ο κόσμος να εγκαταλείψει τα μικρά και απροστάτευτα νησιά,όπως η Σύρος. Ίχνη εγκαταστάσεων στην ενδοχώρα μαρτυρούν ωστόσο, ότι το νησί δεν είχε εγκαταλειφθεί εντελώς. Στους βυζαντινούς χρόνους η χριστιανική πλέον Σύρος, μαζί με τα άλλα κυκλαδονήσια, αποτελεί τμήμα του θέματος του Αιγαίου, που διοικείται από Στρατηγό και αργότερα Δούκα. Την εποχή εκείνη στα έγγραφα αναφέρεται ως Suda.
Το 1204 με την επικράτηση των Βενετών στο Αιγαίο, δημιουργήθηκε ο πρώτος αξιόλογος οικισμός, η Άνω Σύρος, οι κάτοικοι της οποίας ασπάστηκαν τον Καθολικισμό, διατήρησαν όμως την ελληνική γλώσσα. Διατηρήθηκε επίσης μια μικρή ενορία ορθοδόξων, του Αγίου Νικολάου «του Φτωχού». Στους τρεισήμισι περίπου αιώνες ζωής του δουκάτου του Αιγαίου, η Σύρος γνωρίζει ένα ιδιότυπο καθεστώς φεουδαρχικού τύπου.
Στα μέσα του 16ου αιώνα, ο οθωμανικός στόλος καταλαμβάνει το νησί και το δουκάτο καταλύεται. Όμως, οι διαπραγματεύσεις των τοπικών αρχών με την οθωμανική εξουσία οδηγούν στα 1579 στην παραχώρηση σημαντικών προνομίων στα κυκλαδονήσια, όπως, για παράδειγμα, μείωση της φορολογίας και θρησκευτική ελευθερία.
Μετά την επιδημία πανούκλας που έπληξε τη Σύρο το 1728, άρχισε μια περίοδος οικονομικής ανάκαμψης που κορυφώθηκε στο πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα. Το ιδιαίτερο καθεστώς των νησιών επέτρεψε παράλληλα την ανάπτυξη της αυτοδιοίκησης. Μεταξύ 1750 και 1820 ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε, από 2.000 σε 4.000 κατοίκους περίπου και εντοπζόταν κυρίως στον οικισμό της Άνω Σύρου. Η πειρατεία περιορίστηκε και η εμπορική κίνηση στο λιμάνι αυξήθηκε. Παράλληλα, αρκετοί κάτοικοι άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο του κρασιού, ενώ άλλοι με τη ναυτιλία.
Η Ελληνική Επανάσταση και η δημιουργία της Ερμούπολης
Με το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821, οι Συριανοί κράτησαν ουδέτερη στάση. Η καταστροφή όμως της Χίου το 1822, αλλά και οι διώξεις των Ελλήνων στη Σάμο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνίες (Αϊβαλί), τη Ρόδο, τα Ψαρά και την Κάσο προκάλεσαν ένα μαζικό προσφυγικό κύμα στη Σύρο. Οι πρόσφυγες βρήκαν στη Σύρο σχετική ασφάλεια λόγω των προνομίων που είχαν παραχωρηθεί στο νησί αλλά και λόγω του μεγάλου και ασφαλούς από τους ανέμους λιμάνι. Δραστηριότητες στο λιμάνι, όπως η διακίνηση σιταριού, πολεμοφοδίων για τους εμπόλεμους, αλλά και πειρατικών λαφύρων, η εξαγορά αιχμαλώτων, το δουλεμπόριο, η αγοραπωλησία καραβιών και η συγκέντρωση ειδήσεων από τα διερχόμενα πλοία αυξάνονταν ραγδαία. Μ’αυτό το τρόπο το νησί, παράλληλα με την οικονομική του ανάπτυξη, εξελίχθηκε σε διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο.
Παράλληλα ορισμένοι εύποροι έχτισαν τα πρώτα σπίτια εκεί που σήμερα βρίσκεται η Ερμούπολη. Οι πρόσφυγες, που δεν θεώρησαν εξαρχής μόνιμη τη διαμονή τους στο νησί, εγκαταστάθηκαν σε σκηνές και ξύλινα παραπήγματα. Σύμφωνα με μαρτυρία, στο τέλος του 1825 υπήρχαν 1.700 καλύβες. Το 1824 έχτισαν την πρώτη εκκλησία, τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ενώ τα σπίτια άρχισαν να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές οργανώνοντας τις συνοικίες των συντοπιτών (Βροντάδο, Ψαριανά, Υδραίικα).
Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους η Σύρος και ειδικότερα η Ερμούπολη αναδείχθηκε σε κομβικό σημείο του Αιγαίου και διεθνές εμπορικό κέντρο μεταξύ Δυτικής Ευρώπης, Μεσογείου και Ανατολής.
Η Ερμούπολη δημιουργήθηκε από πρόσφυγες Χιώτες, Σμυρνιούς, Ψαριανούς, Κάσιους και Κρήτες και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Κερδώου και του Λόγιου θεού Ερμή,που ήταν οι πρώτοι οικιστές της πόλης. Το Μάιο του 1823 η Σύρος μαζί με τη Μύκονο αποτελούν μια επαρχία σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση των νησιών του Αιγαίου, που θέσπισαν οι αρχές της Επανάστασης.
Ήδη το 1828 οι κάτοικοι της Ερμούπολης ανέρχονταν σε 14.000 περίπου συνθέτοντας το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας, ενώ πολύ γρήγορα η Ερμούπολη έγινε το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της ελεύθερης Ελλάδας. Το 1834 χτίστηκε το πρώτο νοσοκομείο της Ελλάδας και ήταν για όλους δωρεάν. Παράλληλα δημιουργήθηκε και το πρώτο λιμάνι. Τεράστιες αποθήκες και τελωνείο χτίστηκαν με τα σχέδια του αρχιτέκτονα Erlacher και συνεχίστηκαν από το Βαυαρό Weiler. Η θεμελίωση του έργου έγινε επίσημα από τον ίδιο τον Όθωνα και μέχρι το 1860 η Σύρος εξελίχθηκε στο πρώτο εμπορικό λιμάνι της Ελλάδας. Παράλληλα με το εμπόριο, αναπτύχθηκαν η βιοτεχνία η ναυτιλία, η οικοδομική και τα δημόσια έργα. Η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού μειώθηκε όταν το λιμάνι του Πειραιά απέκτησε την πρωτοκαθεδρία στον ελληνικό χώρο.
📸stelios Paravalos
Η ακμή της Ερμούπολης συνδέθηκε με σημαντική ανάπτυξη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής. Την εποχή εκείνη οι εύποροι και καλλιεργημένοι Ερμουπολίτες, φρόντισαν να προσφέρουν πρωτόγνωρα για την εποχή,πνευματικά εφόδια. Δέκα δημόσια σχολεία και οκτώ ιδιωτικά, αγοριών και κοριτσιών, φημίζονταν για το υψηλό τους επίπεδο. Το ιστορικό 1ο Γυμνάσιο Ερμούπολης με πρώτο γυμνασιάρχη τον Νεόφυτο Βάμβα κτίστηκε χάρη στις εισφορές των πλουσιότερων αστών και εγκαινιάστηκε το 1833, ενώ το θέατρο Απόλλων λειτούργησε το 1864 φιλοξενώντας δεκάδες παραστάσεις ελληνικών και ξένων θιάσων κάθε χρόνο. Όλος αυτός ο πλούτος βοήθησε στην πρόταση της Σύρου ως πρωτεύουσας της Νεότερης Ελλάδος, κάτι που δεν πραγματοποιήθηκε διότι η υποψηφιότητα του Ναυπλίου ήταν πιο ισχυρή.
Το 1861 κατασκευάστηκε το πρώτο δημοτικό ρολόι της Ερμούπολης που βρίσκεται στο προαύλιο του 1ου Δημοτικού Σχολείου Ερμούπολης. Ο μηχανισμός του, ο οποίος θεωρείται εξαιρετικός, κατασκευάστηκε αποκλειστικά για το συγκεκριμένο ρολόι από τον Γερμανό ωρολογοποιό Mannharell στο Μόναχο. Για την εγκατάστασή του χρειάστηκε να έρθει κλιμάκιο από την Γερμανία με εξειδικευμένους τεχνίτες.
ακόμα δεκαετίες παρατηρήθηκε προσωρινή οικονομική ανάκαμψη, χάρη στην ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας. Η Κατοχή, ο λιμός του 1941 και οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν την κοινωνικο-οικονομική ζωή του νησιού. Η οικονομική παρακμή εντάθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες. Από τη δεκαετία του 1980 σημειώθηκε στροφή στην οικονομία του νησιού με κύριο άξονα τον τουρισμό.
Τα “γράμματα” Σύρου
Η Σύρος ευρισκόμενη στο κέντρο του Αιγαίου, υπήρξε από την αρχαιότητα ένα κομβικό σημείο για την συνέχεια του ταξιδιού προς τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων. Στο βόρειο μέρος του νησιού, προφυλαγμένος απόλυτα από τους βοριάδες, ο όρμος των «Γραμμάτων» υπήρξε από την αρχαιότητα ένα ασφαλές μέρος για καταφύγιο όταν ο καιρός ήταν κακός.
Στο σημείο, όπου υπάρχουν λείοι βραχώδεις σχηματισμοί, συνήθιζαν να απαγκιάζουν τα πλοία, όταν ο καιρός δεν τους επέτρεπε να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Στην περίοδο αυτή ήταν συνήθιζαν να προσεύχονται στους θεούς είτε για να τους ευχαριστήσουν, γιατί τους έσωσαν από την κακοκαιρία, είτε για να τους παρακαλέσουν ώστε να συνεχίσουν ακίνδυνα το ταξίδι τους. Συνήθιζαν λοιπόν τις ευχές και τις προσευχές τους να τις σκαλίζουν στα λεία βράχια της ακτής, περιμένοντας πότε θα τους δοθεί η ευκαιρία να αποπλεύσουν. Για τον λόγο αυτό και ο όρμος έχει ονομαστεί «Γράμματα».
Οι σκαλισμένες αυτές επιγραφές σώζονται μέχρι και σήμερα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους οι πιο πολλές χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους.
Η Σύρος, με τη μεικτή θρησκευτικά κοινωνία, παρουσιάζει έναν πλουσιότατο εορταστικό κύκλο, όπου περιλαμβάνονται πολλά τοπικά πανηγύρια. Τέλος το νησί είναι διάσημο για τις ονομαστές χαλβαδόπιτες, τα αλλαντικά όπως η λούζα και τα «μαραθολουκάνικα», αλλά και τα περίφημα λουκούμια. Εξαίρετο είναι και πικάντικο τυρί ονομασίας προσέλευσης του Σαν Μιχάλη!
Σύνταξη κειμένου: Βασιλεία Ζάμπα
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου